Διηθητική Μηνιγγιτιδοκοκκική Νόσος – ΔΜΝ
Τα κλινικά χαρακτηριστικά της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, με πιο κλασικά τον πυρετό και τα εξανθήματα. Τα μη ειδικά συχνά χαρακτηριστικά συντελούν στο να μπορεί να μην διακρίνεται από εκείνες άλλων βακτηριακών, λοιμώξεων από ρικέτσια ή ιογενών λοιμώξεων. Πολλές σοβαρές περιπτώσεις μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου διαγιγνώσκονται αρχικά εσφαλμένα ως καλοήθης ιογενής ασθένεια, η οποία μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες λόγω της ταχείας εξέλιξης αυτής σε απειλητική για τη ζωή ασθένεια που μπορεί να ακολουθήσει μέσα σε λίγες ώρες.
Ο μηνιγγιτιδόκοκκος αποικίζει μόνο τον φάρυγγα των ανθρώπων και δεν έχει άλλη γνωστή περιβαλλοντική θέση. Τα σταγονίδια αερολύματος ή η άμεση επαφή οδηγούν σε μετάδοση του μηνιγγιτιδόκοκκου από άτομο σε άτομο μέσω αναπνευστικών εκκρίσεων. Ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού, έκθεση στον καπνό τσιγάρου ή εσωτερικών σομπών καυσοξύλων, θαμώνες σε μαγαζιά νυχτερινής διασκέδασης και η υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος συνδέονται με αυξημένα ποσοστά μετάδοσης του μηνιγγιτιδόκοκκου και νόσησης. Υπάρχει μια ποικιλία εύλογων μηχανισμών για τη συσχέτιση μεταξύ των περιβαλλοντικών παραγόντων που επηρεάζουν την μηνιγγιτιδοκοκκική μόλυνση. Οι ιοί του αναπνευστικού και το κάπνισμα προκαλούν αλλοιώσεις στην επιφάνεια του βλεννογόνου, που ενισχύουν τη βακτηριδιακή δέσμευση ή μείωση της ικανότητας του ξενιστή να καθαρίσει τον οργανισμό από το ρινοφάρυγγα. Οι στενές επαφές ενός ασθενούς με μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο παρουσιάζουν πολύ αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος μεταξύ οικογενειακών επαφών, άλλων στενών επαφών εκτεθειμένων σε στοματικές εκκρίσεις, καθώς και σε παιδικούς σταθμούς, ενώ έχουν αναφερθεί και περιστατικά σε μικροβιολογικά εργαστήρια κατά την έκθεση σε υγρή καλλιέργεια που πραγματοποιείται σε ανοιχτό τρυβλίο.
Η πιο συχνή κλινική εκδήλωση είναι η οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα. Μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες παρουσιάζουν μία απότομη έναρξη πυρετού, κεφαλαλγίας, φωτοευαισθησίας, μυαλγιών και δυσφορία. Το 20% των ασθενών παρουσιάζουν επιληπτικές κρίσεις. Σημάδια αλλοιωμένης συνείδησης, όπως υπερκινητικότητα ή λήθαργος, μπορεί να είναι εξέχοντα. Η αυχενική ακαμψία είναι ένα κοινό σημάδι, εκτός από τα βρέφη, στα οποία μια πιο σταδιακή έναρξη πυρετού, φτωχή σίτιση και ο λήθαργος είναι τα τυπικά αρχικά συμπτώματα, ενώ η διογκωμένη πρόσθια πηγή μπορεί να είναι κύριο σημάδι εμπλοκής του κεντρικού νευρικού συστήματος. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων παρουσιάζεται ένα εξάνθημα που αποτελείται από τυπικές πετέχειες ή πορφυρικές βλάβες που συνήθως είναι πιο εμφανείς στο στήθος, τους άνω βραχίονες και τις μασχάλες.
Μεταξύ των ασθενών με μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο, το 10% έως 20% έχουν σοβαρή σήψη ή μηνιγγιτιδοκοκκαιμία. Η μηνιγγίτιδα μπορεί να απουσιάζει, αλλά ο μικροοργανισμός είναι ευρέως διαδεδομένος στην κυκλοφορία του αίματος και σε πολλαπλά όργανα. Η εξάπλωση της πορφύρας προαναγγέλλει σημεία και συμπτώματα σηψαιμίας με ταχεία έναρξη υπότασης και σημεία ανεπάρκειας πολλαπλών οργάνων, αν και δεν παρουσιάζουν όλοι οι ασθενείς με σοκ ή υπόταση πορφύρα. Ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων μπορεί να είναι πολύ υψηλός, φυσιολογικός ή χαμηλός. Κατά την αυτοψία μπορεί να υπάρχει οξεία επινεφριδιακή αιμορραγία (σύνδρομο Waterhouse-Friderichsen). Έως και 15% των ασθενών με μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο αναπτύσσουν πνευμονία, η οποία συνδέεται συχνότερα με στελέχη της ομάδας Υ. Ελλείψει χαρακτηριστικού εξανθήματος και βακτηριαιμίας, η αιτία της πνευμονίας μπορεί να παραμείνει άγνωστη, γιατί το κλινικό μικροβιολογικό εργαστήριο μπορεί να μην αναφέρει απομόνωση της N. meningitidis από στοματοφαρυγγικές εκκρίσεις, αφού θεωρείται φυσιολογική χλωρίδα. Λιγότερο συχνές εκδηλώσεις της νόσου περιλαμβάνουν μυοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα ή περικαρδίτιδα, αρθρίτιδα, ουρηθρίτιδα, φαρυγγίτιδα και τραχηλίτιδα. Στην πορεία της νόσου μπορεί να εμφανιστούν αρθρίτιδα ή περικαρδίτιδα, ως αποτέλεσμα του σχηματισμού ανοσολογικού συμπλέγματος. Το ποσοστό θνησιμότητας από διηθητική μηνιγγιτιδικικοκκική νόσος μπορεί να φτάσει το 40%. Συνηθέστερα, η πορεία της ασθένειας είναι λιγότερο απότομη. Ένα 10-20% των ασθενών που επιβίωσαν από τη μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο παρουσιάζουν μόνιμες επιπλοκές (π.χ. απώλεια ακοής, εγκεφαλικές βλάβες, ακρωτηριασμοί, σοβαρές ουλές). Οι κίνδυνοι των νευρολογικών επιπλοκών λόγω μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας είναι γενικά χαμηλότεροι σε σχέση με τους κινδύνους από μηνιγγίτιδα που προκαλείται από Haemophilus influenzae type b ή Streptococcus pneumoniae.
Ο μηνιγγιτιδόκοκκος (Neisseria meningitidis) είναι ένα Gram (-) αερόβιο διπλόκοκκο μικρόβιο. Περιλαμβάνει 12 οροομάδες [A, B, C, E (γνωστό ως 29E), H, I, K, L, W (γνωστό ως W-135), X, Y και Z] από τις οποίες οι A, B, C, Y και W-135 είναι υπεύθυνες για την πλειοψηφία των περιστατικών διεισδυτικής νόσου. Οι οροομάδες A, B και C προκαλούν το 90% των περιστατικών. Η οροομάδα C ευθύνεται για κεραυνοβόλες, αιφνίδιες μορφές μηνιγγίτιδας. Στην Ευρώπη επικρατούν οι οροομάδες B και C, ενώ στην Αφρική και την Ασία η οροομάδα Α. Η νόσος της οροομάδας C έχει μειωθεί σημαντικά στις χώρες που έχουν εισαγάγει μηνιγγιτιδοκοκκικό συζευγμένο εμβόλιο στα εθνικά προγράμματα ανοσοποίησης. Για παράδειγμα, ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Κάτω Χώρες και πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης έχουν παρατηρήσει μείωση της επίπτωσης της οροομάδας C μετά την εισαγωγή των μονοδύναμων συζευγμένων εμβολίων.
Η Ελλάδα επιτηρεί τη μηνιγγίτιδα ως σύνολο, δηλαδή συλλέγει στοιχεία τόσο για τη μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο (που αποτελεί συνήθως τον κύριο στόχο της επιτήρησης), όσο για τη λοιπή βακτηριακή αλλά και την άσηπτη μηνιγγίτιδα. Στην χρονική περίοδο 2004-2023 δηλώθηκαν μέσω του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης νοσημάτων στον ΕΟΔΥ, συνολικά 1.133 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου, με τα κρούσματα να κυμαίνονται μεταξύ 4 και 108 ανά έτος και η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση να ανέρχεται στα 0,52 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού. Η επίπτωση του νοσήματος παρουσίασε σημαντική πτωτική πορεία από το 2013 έως σήμερα.
Ο ACIP (Advisory Committee on Immunization Practices) συστήνει τον εμβολιασμό με μηνιγγιτιδοκοκκικά συζευγμένα εμβόλια, τα οποία έχουν ουσιαστική επίδραση στη μείωση του μηνιγγιτιδοκοκκικού φορτίου, μέσω των υψηλοτέρων επιπέδων αντισωμάτων. Στην Ελλάδα, ο εμβολιασμός έναντι της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου με τετραδύναμο εμβόλιο MenACWY ξεκίνησε το 2011 και συστήνεται σε όλα τα παιδιά ηλικίας 11-12 ετών.
- Plotkin’s Vaccines 7th edition, 2018
- https://www.cdc.gov/meningitis/index.html
- https://www.ecdc.europa.eu/en/meningococcal-disease
- https://eody.gov.gr/disease/vaktiriaki-miniggitida/